περιλαλώ

περιλαλώ
-έω, ΜΑ
μσν.
μέσ. περιλαλοῡμαι, -έομαι
έχω αποκτήσει μεγάλη φήμη, είμαι περιλάλητος
αρχ.
1. μιλώ υπερβολικά, είμαι φλύαρος
2. μιλώ για κάτι
3. μτφ. περιγράφω
4. φρ. «περιλαλοῡσα τραγωδία»
(ως σκωπτικός χαρακτηρισμός τών τραγουδιών τού Ευριπίδου) τραγωδία η οποία εμπεριέχει φλυαρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + λαλῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιλαλῶ — περιλαλέω chatter exceedingly pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιλαλέω chatter exceedingly pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλάλησις — ήσεως, ἡ, Α [περιλαλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιλαλώ, φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • περίλαλος — ον, Α [περιλαλώ] ο υπερβολικά λάλος, πολύ φλύαρος, πολυλογάς …   Dictionary of Greek

  • περιλάλημα — τὸ, ΜΑ [περιλαλώ] πολυλογία, φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • περιλάλητος — η, ο / περιλάλητος, ον, ΝΜΑ [περιλαλώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”