περιλαλῶ — περιλαλέω chatter exceedingly pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιλαλέω chatter exceedingly pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλάλησις — ήσεως, ἡ, Α [περιλαλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιλαλώ, φλυαρία … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
περίλαλος — ον, Α [περιλαλώ] ο υπερβολικά λάλος, πολύ φλύαρος, πολυλογάς … Dictionary of Greek
περιλάλημα — τὸ, ΜΑ [περιλαλώ] πολυλογία, φλυαρία … Dictionary of Greek
περιλάλητος — η, ο / περιλάλητος, ον, ΝΜΑ [περιλαλώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός … Dictionary of Greek